τηλέτυπο

τηλέτυπο
Συσκευή για τη μεταβίβαση και λήψη μηνυμάτων με όχι κωδικοποιημένη γραφή. Οι πρώτες συσκευές τ. που επέτρεψαν την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων υπήρξαν οι λεγόμενοι τυπωτικοί τηλέγραφοι (1855). Το τ. βασίζεται στον πλήρη συγχρονισμό των κινήσεων δύο ηλεκτρομηχανικών συσκευών που έχουν εγκατασταθεί αντίστοιχα στον σταθμό μεταβίβασης και στον σταθμό λήψης. Ο αρχικός τύπος τ. βελτιώθηκε σημαντικά και είναι τώρα εφοδιασμένος με ένα πληκτρολόγιο όμοιο με αυτό των γραφομηχανών. Τα γράμματα αποτυπώνονται επάνω σε χάρτινη ταινία ή σε φύλλο χαρτιού. Σχεδόν κάθε τ. είναι εφοδιασμένο με ένα διατρητικό μηχάνημα και με μια συσκευή για την αυτόματη μεταβίβασή του. Γενικά τα νεότερα τ., χάρη στις προόδους της τεχνικής, δεν είναι πλέον ενός μόνου τύπου.
* * *
το, Ν
τηλεπ. συσκευή τηλετυπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teletyp, εμπορική ονομ., σχηματισμένη από τις ελλ. λ. τηλ(ε)-* + τύπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλέτυπο — το τηλεγραφική συσκευή με πλήκτρα που εκτυπώνει αυτόματα το κείμενο του τηλεγραφήματος στο σταθμό λήψης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέλεξ — (telex). Ορθότερη γραφή: τήλεξ. Κλάδος της τηλεγραφικής επικοινωνίας από το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (ενσύρματο ή ασύρματο). Τα κείμενα μηνύματα στέλνονται με το τηλέτυπο (δακτυλογραφημένα) και επίσης παίρνονται από τον συνδρομητή παραλήπτη με… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλετυπία — η, Ν τηλεπ. σύστημα ασύγχρονης τηλεγραφίας μέσω εκτυπωτικής τηλεγραφικής συσκευής, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, αλφαριθμητικό πληκτρολόγιο, πομπό ηλεκτρικών σημάτων διεγειρόμενων από τα πλήκτρα τού πληκτρολογίου, αποκωδικοποιητή τών λαμβανόμενων …   Dictionary of Greek

  • τηλετύπημα — το, Ν τηλεπ. το τέλεξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέτυπο μέσω ενός ρ. *τηλετυπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”